- ισπανικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ισπανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισπανικός — ή, ό (Μ ἱσπανικός, ή, όν) [Ισπανός] αυτός που προέρχεται ή σχετίζεται με την Ισπανία ή τους Ισπανούς νεοελλ. (το θηλ. εν. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ισπανική ή τα ισπανικά η ισπανική γλώσσα … Dictionary of Greek
αλκάζαρ — Ισπανικός όρος, που προέρχεται από το αραβικό αλ Χασρ(=πύργος, φρούριο) και δηλώνει τον τόπο διαμονής των Αράβων κυβερνητών της Ισπανίας. Περίφημα είναι τα α. της Κόρδοβας, του Τολέδου, της Σεγκόβια και της Σεβίλης. Κατά κανόνα έχουν διατηρηθεί… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Греческая рота им. Ригаса Фереоса — Рота Ригас Фереос Годы существования декабрь 1936 5 октября 1938 Страна … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ισπανός — ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, ή, όν) ο κάτοικος τής Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία αρχ. 1. ο ισπανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν είδος λαδιού … Dictionary of Greek
αρμάδα — η ο μεγάλος πολεμικός στόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (βενετ.) armada «πλήθος ενόπλων, στρατός, στόλος» ή, κατ άλλους < (ισπαν.) Armada, ο μεγάλος ισπανικός στόλος που νικήθηκε το 1588 από τον αγγλικό στόλο] … Dictionary of Greek
ιδαλγός — (hidalgo). Τίτλος Ισπανών ευγενών που ανήκαν στην κατώτερη και μέση αριστοκρατία. Ο όρος προέρχεται από την ισπανική φράση Rizo d’ algo (γιος ανθρώπου που υποφέρει από κάτι) και καθιερώθηκε τον 13o και τον 14o αι. για να χαρακτηρίσει όσους ανήκαν … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
μπολερό — Παλιός ισπανικός χορός, που άνθησε προς το τέλος του 18ου αι.· η επινόησή του αποδίδεται συνήθως στον περίφημο χορευτή Σεμπαστιάν Θερέθο, ο οποίος τον είχε εμφανίσει το 1780. Η ρυθμική του αγωγή είναι σε τρεις χρόνους· χορεύεται με συνοδεία… … Dictionary of Greek